- ανεμιστής, ο
- ανεμιστής, o, θηλ. -ίστρια ο εργάτης ή η εργάτρια που κάνει στο αλώνι τo ανέμισμα του σταριού, κριθαριού κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμιστής — ο 1. αυτός που ανεμίζει το σιτάρι, ο λιχνιστής 2. όποιος εξανεμίζει την περιουσία του, ο σπάταλος 3. στρογγυλή τρύπα σε πόρτα ή παράθυρο με ακτινωτό δίσκο που περιστρέφεται από τον άνεμο για εξαερισμό … Dictionary of Greek